πλυτήρ

πλυτήρ
-ῆρος, ὁ, Α
βλ. πλυντήρ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πλυτήρ — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa …   Dictionary of Greek

  • πλυντήρ — και πλυτήρ ῆρος, ὁ, Α σκεύος, δοχείο χρησιμοποιούμενο στο πλύσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλύνω + επίθημα τήρ (πρβλ. υγραν τήρ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”